προέλθω

προέλθω
προέλθω , προέρχομαι
go forward
aor subj act 1st sg
προέλθω , προέρχομαι
go forward
aor subj act 1st sg
προέλθω , προέρχομαι
go forward
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναπαράγω — 1. παράγω εκ νέου ή συνεχώς όμοια πράγματα 2. (ειδικά για ζωντανούς οργανισμούς) δημιουργώ ον ομοειδές με εμένα 3. παθ. δημιουργούμαι ή μπορώ να προέλθω από όμοιο ον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + παράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”